- αρπάζομαι
- grapple
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
αρπάζομαι — αρπάζομαι, αρπάχτηκα, αρπαγμένος βλ. πίν. 24 Σημειώσεις: αρπάζομαι : χρησιμοποιείται σπάνια ως παθητικό του αρπάζω. Έχει κυρίως τη σημασία → οργίζομαι, εκνευρίζομαι (από κάτι που άκουσα κτλ.) ή καβγαδίζω, έρχομαι σε συμπλοκή με κάποιον … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ἁρπάζομαι — ἁρπάζω snatch away pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντισπώ — ἀντισπῶ ( άω) (Α) 1. έλκω, σύρω κάποιον προς τα πίσω, συγκρατώ, αναχαιτίζω 2. παρασύρω, κατευθύνω προς κάτι άλλο 3. ( ώμαι) εμποδίζομαι, σύρομαι προς την αντίθετη κατεύθυνση 4. έλκω προς τον εαυτό μου 5. έλκω προς το μέρος μου, προσελκύω 6.… … Dictionary of Greek
συναρπάζω — ΝΜΑ [ἁρπάζω] μτφ. προκαλώ έντονη συγκίνηση ή γοητεία σε κάποιον, τόν καταγοητεύω (α. «συναρπάζει τα πλήθη με την ευγλωττία του» β. «οἷς πᾱσι τοὺς ἀκροατὰς διὰ τοῡ σχηματισμοῡ συναρπάσας ᾤχετο») νεοελλ. μέσ. συναρπάζομαι α) καταγοητεύομαι β)… … Dictionary of Greek
αρπάζω — και αρπάχνω και αρπώ άρπαξα, αρπάχτηκα, αρπαγμένος, ως μτβ. 1. αφαιρώ κάτι με τη βία: Νεαρός άρπαξε την τσάντα γυναίκας κι εξαφανίστηκε. 2. πιάνω δυνατά ή γρήγορα: Τον άρπαξα και τον κράτησα, αλλιώς θα τον χτυπούσε το αυτοκίνητο. 3. λεηλατώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γαντζώνω — γάντζωσα, γαντζώθηκα, γαντζωμένος 1. πιάνω κάτι με γάντζο. 2. μτφ., αρπάζομαι, γραπώνομαι: Το παιδί τρομαγμένο γαντζώθηκε στη μάνα του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παραφέρνω — παράφερα, παραφέρθηκα, παραφερμένος 1. φέρνω κάτι παραπάνω: Παράφερες χορτάρι σήμερα. 2. μέσ., παραφέρνομαι, με παραπαίρνει η συναισθηματική κατάσταση, παρασέρνομαι, αρπάζομαι, φέρομαι άπρεπα: Παραφέρθηκα πάνω στο θυμό μου και τα έκαμα θάλασσα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)